ἀνιάτων

ἀνιάτων
ἀνιά̱των , ἀνίατος
incurable
masc/fem/neut gen pl
ἀνιά̱των , ἀνιάω
grieve
pres imperat act 3rd pl
ἀνιά̱των , ἀνιάω
grieve
pres imperat act 3rd dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανίατος — η, ο (Α ἀνίατος, ον) [ιατός] αυτός που δεν μπορεί να θεραπευθεί, αθεράπευτος, αγιάτρευτος (αποδίδεται και σε αρρώστιες, «ανίατος νόσος», και σε αρρώστους, «άσυλο ανιάτων») αρχ. 1. (μτφ. με ηθική σημασία) αδιόρθωτος, αυτός που δεν επιδέχεται… …   Dictionary of Greek

  • σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις …   Dictionary of Greek

  • Ασκληπιγένεια — (5ος αι. μ.Χ.).Νεοπλατωνική φιλόσοφος που δίδαξε στην Αθήνα με τον αδελφό της Ιέρωνα. Από τον πατέρα της Πλούταρχο και τον παππού της Νεστόριο είχε μάθει τη θαυματουργία (πρόκληση βροχών, θεραπεία ανιάτων νόσων), που τη δίδαξε στον Πρόκλο …   Dictionary of Greek

  • Γκαλούπι, Μπαλντασάρε — (Baldassare Galuppi, Μπουράνο 1706 – Βενετία 1785). Ιταλός συνθέτης. Γνωστός ως συνθέτης μελοδραμάτων αλλά και έργων για κλαβικύμβαλο, ο Γ. αρχικά αναγνωρίστηκε έξω από την Ιταλία. Από το 1741 έως το 1743 έζησε στο Λονδίνο. Το 1763 έγινε δεκτός… …   Dictionary of Greek

  • Ευστάθιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Νεοπλατωνικός φιλόσοφος (4ος αι.). Ήταν μαθητής των φιλοσόφων Ιάμβλιχου και Αιδέσιου, τον οποίο διαδέχτηκε στη διεύθυνση της σχολής. Ο Ε. διακρινόταν για τη δεινή ρητορική ικανότητά του και τη βαθιά μόρφωσή του.… …   Dictionary of Greek

  • Εφημερίς των Κυριών — Η πρώτη ελληνική γυναικεία εφημερίδα. Ιδρύθηκε από την Καλλιρρόη Παρρέν (βλ. λ.). Το πρώτο φύλλο της κυκλοφόρησε στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου του 1887. Στόχοι της ήταν η πνευματική και κοινωνική πρόοδος της γυναίκας και η χειραφέτησή της. Η… …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… …   Dictionary of Greek

  • Μεσσηνίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα την Καλαμάτα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 223 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 188 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις… …   Dictionary of Greek

  • Μονεμβασίας και Σπάρτης, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τη Σπάρτη. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 141 ενοριακοί ναοί, της οποίους υπηρετούν 136 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι της περιοχές: Σπάρτης, Καστορείου,… …   Dictionary of Greek

  • Μυτιλήνης, Ερεσσού και Πλωμαρίου, Ιερά Μητρόπολη — Έχει έδρα τη Μυτιλήνη. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 70 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 83 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις περιοχές Μυτικήνης, Αγιασού, Γέρας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”